καταιβασία

καταιβασία
καται-βᾰσία, [dialect] Ep. [suff] καται-ίη, , poet. for κατάβασις, Q.S.6.484(pl.).
II καταιβασίαι thunderbolts, Plu.2.555a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταιβασία — και ποιητ. τ. καταιβασίη ἡ (Α) [καταιβάτης] 1. κατάβαση* 2. στον πληθ. αἱ καταιβασίσαι οι κεραυνοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καται (ποιητ. τ. τού κατά) + βασία (< βάτης < βαίνω), πρβλ. παρα βασία υπερ βασία] …   Dictionary of Greek

  • καταιβασίαι — καταιβασίᾱͅ , καταιβασία thunderbolts fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταιβασίη — καταιβασία thunderbolts fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”